ἐκχωρεῖ — ἐκχωρέω depart pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐκχωρέω depart pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐκχωρέω depart pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐκχωρέω depart pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀκχωρεῖ — ἐκχωρεῖ , ἐκχωρέω depart pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐκχωρεῖ , ἐκχωρέω depart pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐκχωρεῖ , ἐκχωρέω depart pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐκχωρεῖ , ἐκχωρέω depart pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκχωρητής — ο (θηλ. εκχωρήτρια) αυτός που εκχωρεί, που μεταβιβάζει περιουσιακό του στοιχείο σε άλλον … Dictionary of Greek
θερμιδομετρία — Η μέτρηση των ποσοτήτων θερμότητας που εκλύεται ή απορροφάται κατά τη διάρκεια διαφόρων φυσικοχημικών φαινομένων. Με τις μεθόδους της θ. καθορίζονται οι θερμοχωρητικότητες των υλικών, οι λανθάνουσες θερμότητες υλικών στις διάφορες αλλαγές φάσης… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
εκχωρητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που εκχωρεί (βλ. λ.) σε άλλον κάτι. 2. (νομ.), ο δανειστής που μεταβιβάζει την απαίτησή του σε άλλο δανειστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)